- μυρμηγκιάζω
- αμετ.1) кишеть муравьями; 2) чувствовать мурашки по телу; 3) неметь, деревенеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυρμηγκιάζω — και μερμηγκιάζω [μυρμήγκι] 1. γεμίζω από μυρμήγκια 2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.) 3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα. 4. μουδιάζω … Dictionary of Greek
μυρμηγκιάζω — μυρμήγκιασα, μυρμηγκιασμένος 1. γεμίζω από μυρμήγκια. 2. νιώθω φαγούρα, μουδιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… … Dictionary of Greek
μερμηγκιάζω — βλ. μυρμηγκιάζω … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek
μυρμήγκιασμα — και μερμήγκιασμα, το [μυρμηγκιάζω] 1. κνησμός, φαγούρα 2. μούδιασμα … Dictionary of Greek
μυρμηκιασμός — μυρμηκιασμός, ὁ (Α) έκφυση σαρκωδών εκβλαστήσεων στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *μυρμηκιάζω (πρβλ. νεοελλ. μυρμηγκιάζω)] … Dictionary of Greek
μυρμηκιώ — (Α μυρμηκιῶ, άω) πάσχω από τη δερματική πάθηση μυρμηκία, αισθάνομαι μυρμηκίαση, μυρμηγκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρκηκία «δερματική πάθηση» + κατάλ. ιάω, δηλωτική πάθησης (πρβλ. λαρυγγ ιάω)] … Dictionary of Greek
μυρμηδίζω — μυρμήδισα, νιώθω τσιμπήματα ή φαγούρα, μυρμηγκιάζω: Μυρμηδίζουν τα χέρια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)